«Καπνίζοντας ένα κόσμο εγκατάλειψης…»
Θυμήθηκα το στίχο του Θανάση Κωσταβάρα, ταξιδεύοντας την
πρώτη μέρα της καπνο-απαγόρευσης για τη Νάξο. Αίφνης, οι καπνιστές εξορίστηκαν
στο ανοιχτό κατάστρωμα, ρουφώντας τη μυρουδιά του Αιγαίου. Οι μη καπνιστές
προσαρμόστηκαν στα αεροπορικά καθίσματα, βυθισμένοι στην αχαλίνωτη αγόρευση των
τηλεσχολιαστών. Ακονίζοντας τις ρομφαίες της κάθαρσης για τη νέα σταυροφορία που
άρχιζε. Φωνασκίες, ακρότητες, παντελής
απουσία διαλόγου, στην ίδια χώρα που ο αντίλογος αποτελούσε την
πεμπτουσία της δημοκρατίας στην αρχαιότητα.
Δεν θα αριθμήσω τα σχόλια που ακούστηκαν, αλλά θα
επιμείνω στο αυταπόδειχτο. Όπως σε όλα, κι αυτή τη φορά η Ελλάδα εμφανίστηκε
ανέτοιμη να θεσπίσει έγκαιρα κανόνες, να
πείσει για τις βλαβερές συνέπειες του καπνού, να εκπαιδεύσει για τα δικαιώματα
και της μίας και της άλλης πλευράς.
Προσωπικά άρχισα το τσιγάρο σε μεγάλη ηλικία, όντας
εξοργιστικά αντικαπνιστής στην εφηβεία και στα φοιτητικά μου χρόνια. Περνώντας
από τη μια άκρη στην άλλη, εκείνο που έμαθα είναι να σέβομαι. Τόσο τον καπνό
όσο και την έλλειψή του. Χειμώνα – καλοκαίρι χαζεύω τους κύκλους που
διαγράφονται, με ανοιχτά παράθυρα. Αδιαφορώντας για τον καύσωνα και το αγιάζι,
αφού δεν μπορώ να ανεχτώ τη μυρωδιά του καπνού σε κλειστά δωμάτια.
Παρ’ όλα αυτά το τσιγάρο ανάμεσα στο δείκτη και το μέσο
με έχει πείσει πως κάνει το στόμα λαλίστερο, το μυαλό διαυγέστερο, τον πόνο
ελαφρύτερο. Το κάπνισμα γράφει κάπου ο Ντεριντά είναι μια δραστηριότητα που
σηματοδοτεί τη σημασία. Πρόκειται για ένα καταβροχθιστικό πάθος. Σήμα κατατεθέν
ηρώων, λογοτεχνών, ποιητών, ηθοποιών, πολιτικών, τραγουδιστών. Πάντα θα έχω στη
σκέψη το Γιάννη Ρίτσο, τον Κώστα Βάρναλη, το Ζορζ Σιμενόν, τον Ζαν Πωλ Σαρτρ,
το Χάμφρει Μπόγκαρτ μ’ ένα τσιγάρο ατέλειωτο στο χέρι, τον Φιντέλ Κάστρο και
τον Ερνέστο Τσε Γκεβάρα με ένα χειροποίητο πούρο Αβάνας στο στόμα. Ακόμα και
τον Ουίνστον Τσώρτσιλ με εκείνο το αινιγματικό χαμόγελο της απόλυτης επικυριαρχίας.
Καπνίζοντας ωστόσο, μέσα σε νέφη καπνού υπέγραφε τη συμφωνία της Γιάλτας και προετοίμαζε
τα Δεκεμβριανά στη Μεγάλη Βρετανία της πλατείας Συντάγματος.
Δεν υμνώ τα άνθη του κακού. Υπερασπίζομαι όμως το
δικαίωμα κάθε ανθρώπου να τελεί εν συγχύσει και να επιλέγει συνειδητά την
καταστροφή του. Συμφωνώ με όλους εκείνους που σηκώνουν κόκκινη σημαία και
αγωνίζονται για την απαγόρευση του τσιγάρου στους δημόσιους χώρους, αν η όψιμη
νεύρωση δεν επιβαλλόταν από άλλα κέντρα και παράκεντρα. Αν επιδίωξη της
συγκεκριμένης απαγόρευσης δεν ήταν η πειθάρχηση σε κάθε πτυχή της ζωής μας.
Αν μετά από αυτό δεν ακολουθήσουν ή αν δεν είχαν
προηγηθεί κι άλλες. Αν με λίγα λόγια δεν προετοιμαζόταν η κοινωνία των
πειθήνιων ψηφοφόρων (σ. σ. στους πολίτες προσδίδω διαφορετική αποστολή).
Θα αναπολήσω ακόμα το «η ζωή μου όλη είναι ένα τσιγάρο»
του Άκη Πάνου, το «τσιγάρο ατέλειωτο βαρύ η μοναξιά μου» του Σωκράτη Μάλαμα, το
«να ‘χαμε τώρα δύο τσιγάρα και δύο για μετά» του Μάνου Λοΐζου, την υπόγεια
ταβέρνα μέσα «σε καπνούς και σε βρισιές» του Κώστα Βάρναλη. Θα σκέφτομαι πάντα
να ανάβω στον Γκόρπα «νύχτα στρωμένη τσιγάρα λέξεις», να προσφέρω άδεια πακέτα
στους ανώνυμους και επώνυμους κρατούμενους της Μακρόνησος, της Γυάρου, του Αη
Στράτη για να σμιλεύουν στίχο- στίχο, στάλα-στάλα με το αίμα τους τον αγώνα για
την ελευθερία.
Μ’ αυτά τα λόγια αποχαιρετώ το πάθος μου…
26.09.2009
Δημήτρης Τσιπούρας
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου