
Το μαγκάλι Μέρες τώρα το κρύο δεν σήκωνε αντιρρήσεις. Ο χειμώνας ήταν βαρύς. Στο φτωχικό δωμάτιο- ένα κουζινάκι, μια σταλιά, ήταν έξω, δίπλα στις σκάλες και παρακεί το αποχωρητήριο-είχες την εντύπωση ότι οι τοίχοι ήταν διάτρητοι και έμπαινε από παντού παγωμένος αέρας. Λόφος Αξιωματικών, παραμονές του 1965. Το βράδυ που έπεσαν για ύπνο, δεν θυμόταν τι είχανε φάει, αλλά είχαν ζεσταθεί πόδια και χέρια. Φόρεσαν πιτζάμες και σκεπάστηκαν με βαριές μάλλινες κουβέρτες που είχε υφάνει η μάνα στο χωριό. Τα παιδιά, κουρασμένα όλη μέρα από το σεργιάνι με τα κάλαντα, βιάζονταν να κοιμηθούν για να έρθει ο Αι Βασίλης. Στο φτωχικό δωμάτιο κοιμήθηκαν τα δυο αγόρια, η μάνα, η γιαγιά και οι δίδυμες θείες. Ιωάννα η μία, Βασιλική η άλλη. Οι ανάσες ήταν βαριές στην αρχή. Μετά από λίγο δεν ακουγόταν τίποτα, πέρα από τα κάρβουνα που έκαιγαν στο μαγκάλι, δίπλα στην εξώπορτα. Κάποια στιγμή, περασμένα μεσάνυχτα το δωμάτιο γέμισε με παγωμένο αέρα και ανασηκώθηκαν όλοι τους τρομαγμένοι. Η...