Όταν ξέρεις πού πας…


 Ευτυχώς που κάποιοι αποφασίζουν να διαβούν τον Ρουβίκωνα της αδιαφορίας και να θυμίσουν στους αδαείς ότι μέτρο όλων των πραγμάτων είναι ο άνθρωπος.

Γιατί με τόσα μαλάματα που στολίσαμε την υποτιθέμενη καπατσοσύνη μας, μηρυκάζοντας το ένδοξο παρελθόν,  την «ευφρόσυνη ύπαιθρο», αδυνατώντας εν πολλοίς  να ισορροπήσουμε στις αδηφάγες διαδρομές του χρόνου, φαγώθηκε το πρόσωπό μας, όπως θα έλεγε ο Σεφέρης.

«Οι Έλληνες, έγραφε ο διαπρεπής Γάλλος ελληνιστής φιλόσοφος Ζαν Πιέρ Βερνάν, που έφυγε στα 93 του  χρόνια, θεωρούσαν ότι ο άνθρωπος είναι μέρος της φύσης και ότι ο ρόλος του είναι να προσπαθεί να την κατανοεί και όχι να κυριαρχεί πάνω σ’ αυτήν».

Πόσο απλά και σοφά τα λόγια του, αφού ο ίδιος γνώριζε πλέον ότι σοφός είναι εκείνος που μιλάει κατανοητά, ερμηνεύοντας δύσκολα νοήματα. Πετώντας τον μανδύα του δήθεν ειδικού που περιβάλλει τους ώμους, αλλά όχι τα μυαλά, των περισσότερων ακαδημαϊκών, πανεπιστημιακών δασκάλων και κάθε λογής νάρκισσων.

Όταν είσαι δεκαοχτώ και είκοσι δικαιούσαι να χρησιμοποιείς σαν αφετηρία και σαν παράδειγμα ένα εξιδανικευμένο και εξευγενισμένο παρελθόν, γιατί ο χρόνος πίσω σου είναι λευκός, δεν σε χωράει ο τόπος.

Στα σαράντα σου αρχίζεις να νιώθεις ότι ο ίδιος έχεις πίσω σου ένα μακρινό παρελθόν, που οι βουτιές στο σώμα του χρόνου και της ιστορίας δεν εξιλεώνουν, αλλά αποθαρρύνουν. Σταματάς τότε τις μυθολογίες και δημιουργείς από ανάγκη.

Κάποια στιγμή κατανοείς ότι δεν υπάρχει όφελος όταν συνεχίζεις ασυγκράτητα να κολακεύεις εαυτούς και αλλήλους ή να βαυκαλίζεσαι με άλλους μαζί, μασώντας αρχαίες δάφνες ότι ξεχωρίζουμε και ηγούμαστε και ότι, με λίγα λόγια, οι υπόλοιποι «μας χρωστάνε» για αυτό που υπήρξαμε.

Η μεγάλη παρένθεση κλείνει, αφού η συνεχής επίκληση στο ένδοξο παρελθόν, ακόμα και από αυτούς που ηγούνται του τόπου, δεν κινητοποιεί την κοινωνία, ούτε πρόκειται να προσθέσει κάτι νέο στο παλίμψηστο του ατομικού και συλλογικού μνημονικού.

Ανθυπομειδιά οποιοσδήποτε σύγχρονος ελληνιστής, όταν, ερχόμενος στην Ελλάδα των ονείρων του, ανακαλύπτει αίφνης σε κάποια τηλεοπτικά ριάλιτι ότι οι πολίτες αυτής της χώρας εμβαπτίζονται στο «ανεπανάληπτο», το «πρωτοφανές», το «συγκλονιστικό». Τίποτε πιο κοινότοπο, πιο συνηθισμένο, πιο αδρανές από αυτά. Και δυστυχώς η πεζότητα τείνει να γίνει βίωμα.

Ο τουριστικός «πρωταθλητισμός» μάς έχει καταστήσει άνευρους, καιροσκόπους, εκπορθητές συνειδήσεων, τελεσίδικα συμφιλιωμένους με την ιδέα ότι η Ελλάδα προώρισται να γίνει χώρα ικανή να παράγει μόνο ρεντ- ρουμ, χωριάτικη σαλάτα (έστω με εισαγόμενες ντομάτες) και τυπωμένες εικόνες από λευκά σπιτάκια λουσμένα στον ήλιο και τις αμμουδιές.

Με άθλια δωματιάκια που χρεώνονται ως πρώτης κατηγορίας (ελέω πλημμελών ελέγχων και ανοχής εκ μέρους του ΕΟΤ και των νομαρχιών), τριτοκοσμικές συγκοινωνίες και αποκλεισμένα μεταξύ τους νησιά, απαράδεκτο φαγητό και απαράδεκτη συμπεριφορά υπαλλήλων προς τους ξένους που έρχονται στη χώρα για να πληρώσουν, μην περιμένουμε θαύματα.

Ας αφιππεύσουμε λοιπόν και ας αντιμετωπίσουμε κατάματα την αλήθεια.

Εκτός από την πολιτεία που βαρύνεται με εγκληματικά λάθη, ευθύνες έχουμε όλοι. Πρωτίστως για την κακομοιριά μας.

Επειδή δεν διδαχτήκαμε πόσο μοναδική κληρονομιά είναι ο πολιτισμός μας και πόσο μπορεί να υποκαταστήσει τις άλλες οικονομικές δραστηριότητες.

Κι όμως, όταν ξέρεις πού πας, όλοι οι δρόμοι σε οδηγούν εκεί.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«Τυφλός τα τ’ ώτα τον τε νουν τα τ’ όμματα ει…»